Saturday, June 14, 2008

Πού πάνε οι παιδικές βιβλιοθήκες όταν γεράζουν?

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2006 σε τοπική εφημερίδα της Άρτας.Αφορά την παιδική βιβλιοθήκη που στεγάστηκε στο Κομπότι Άρτας, μια μικρή κωμόπολη 2000 κατοίκων από τις αρχές μέχρι και τα τέλη του '90,που κατάφερε να δώσει στα νέα παιδιά εκεί τα οποία δεν έχουν άλλες διεξόδους κίνητρα, πραγματική θαλπωρή και αγάπη όχι μόνο για το βιβλίο αλλά κυρίως για τον άνθρωπο.Όσοι έζησαν σ'αυτό το χώρο, αντιλαμβάνονται ακόμα καλύτερα τη βαρύτητα όλων των παραπάνω.Η βιβλιοθήκη λόγω σοβαρών λαθών και κατ'επέκταση αμέλειας της πολιτείας έκλεισε στις αρχές του 2000 και δεν έγινε καμιά σοβαρή προσπάθεια για την επαναφορά της,με αποτέλεσμα να υπάρχουν πια πολύ λίγες πιθανότητες να μπορέσει να επιστρέψει και να επιτελέσει το σημαντικό της έργο στον τόπο μας.Οι αναμνήσεις και τα έντονα βιώματα από τη βιβλιοθήκη όμως δε σβήνονται και είναι αυτά ακριβώς που μας ωθούν στην επιθυμία να ανακινήσουμε το ζήτημα και να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να αντιστρέψουμε αυτή την κατάσταση.Τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται αρκετά στεγνά και τυπικά, γι'αυτό το λόγο παρατίθεται το κείμενο.Γράφτηκε στην προσπάθεια να είμαι όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη στα συναισθήματα που συνδέονται με εκείνη την εποχή.Αν σας ενδιαφέρει το ζήτημα, αφήστε τα σχόλια και τους προβληματισμούς σας.Στόχος είναι αυτό το post να γίνει πεδίο συζήτησης και να μπορέσουμε να αναλάβουμε σοβαρή και συντονισμένη δράση.

“I take a walk outside, I’m surrounded by some kids at play. I can feel their laughter, so why do I sear?”

Τα παιδιά παίζουν... Χωρίς να καταλαβαίνουν. Ίσως μόνο μια σκιά να περνά φευγαλέα απ’τα μάτια τους. Και μετά ξεχνούν. Συνεχίζουν να χαμογελούν, προφυλαγμένα από την υποψία, απαλλαγμένα από τη σκέψη της απώλειας, αγνοώντας τη ματαιότητα των πραγμάτων...

Τα κοιτάζω τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές, να στέκουν μπροστά σε πολύχρωμες βιτρίνες και λαμπερά φώτα κοιτάζοντας θαμπωμένα, σαν να βλέπουν κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει,κάτι που χάθηκε μέσα στις τεράστιες τσάντες που κουβαλάει ο επίδοξος Άγιος Βασίλης που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Και κάπου εκεί, στη μέση ενός κρύου χειμωνιάτικου απογεύματος, ο καθένας αφήνεται να αναπολήσει δικά του αγαπημένα πράγματα.

Κι όταν μιλώ για ζωηρές παιδικές αναμνήσεις, το πρώτο μέρος όπου μεταφέρομαι νοητά είναι η βιβλιοθήκη...
Θυμάμαι τις χριστουγεννιάτικες γιορτές με τα θεατρικά και τα τραγούδια, τις ιστορίες
που μας διάβαζε φωναχτά η Σταθούλα, τα αφιερώματα, τις δραστηριότητες, τις κατασκευές(ακόμα έχω το σελιδοδείκτη από ανακυκλωμένο χαρτί που είχαμε φτιάξει).Την Παρασκευή που ήταν αφιερωμένη στη ζωγραφική, το Σάββατο που ήταν αφιερωμένο στα παιχνίδια,τα πάρτι μασκέ και την τυφλόμυγα αναμεμιγμένα με τη μυρωδιά των «Μυστικών Εφτά» και των «Πέντε Λαγωνικών», λιωμένα στο χωνευτήρι της μνήμης μαζί με τα γέλια, τις συζητήσεις, τις εκμυστηρεύσεις, το δέσιμο του ενός με τον άλλο...

Για όλους αυτούς τους λόγους, η βιβλιοθήκη μας ποτέ δε χρειάστηκε ιδιαίτερες συστάσεις.Φιλοξένησε ολόκληρες γενιές παιδιών και εφήβων, γιατί εκεί έβρισκε το καταφύγιό του ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Γιατί ποτέ δεν περιορίστηκε στο διεκπεραιωτικό ρόλο του δανεισμού βιβλίων ούτε στο αναλυτικό πρόγραμμα που προβλεπόταν για τις παιδικές βιβλιοθήκες. Γιατί είχε την πιο χαρισματική ίσως βιβλιοθηκάριο που έχω γνωρίσει η οποία φρόντισε να βγάλει με ένα μαγικό τρόπο τα πιο ευαίσθητα και καλλιτεχνικά στοιχεία που κρύβονταν μέσα σε καθέναν από μας. Γιατί η βιβλιοθήκη δεν ήταν τελικά τίποτα άλλο από το εκρηκτικό μίγμα,προιόν της μυστηριώδους αντίδρασης που προκαλείται όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά ο ένας με τον Άλλο μαθαίνοντας να επικοινωνούν κι εξευγενίζεται η ψυχή και το μυαλό τους, όταν συναντιούνται με την τέχνη και την κάνουν κομμάτι της ζωής τους.

Χάρη στη βιβλιοθήκη, αγαπήσαμε την ομορφιά και μάθαμε να την αναζητούμε και να την εκφράζουμε μέσα από τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, μάθαμε να μοιραζόμαστε, να δουλεύουμε παρέα με άλλα άτομα, να ανεχόμαστε και να δεχόμαστε τον άλλο όπως πραγματικά είναι. Χάρη σ’ αυτή γίναμε ως ένα βαθμό-άλλοι μεγαλύτερο άλλοι μικρότερο- οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα.

Ως συνήθως όμως, οι άνθρωποι δεν εκτιμούν τα πραγματικά αξιόλογα πράγματα,και τα ακυρώνουν χωρίς να προηγηθεί ώριμη σκέψη. Κάπως έτσι και υπό το βάρος ανθρώπινων αδυναμιών και λαθών, ο κύκλος ζωής της βιβλιοθήκης έκλεισε πολύ ξαφνικά και πολύ γρήγορα, χωρίς να γίνουν αξιόλογες προσπάθειες για τη διατήρηση και λειτουργία της. Και μαζί μ’ αυτή έσβησε και το τελευταίο στέκι των νέων ανθρώπων, ο τελευταίος τόπος συνάντησης με τους συνομήλικους και τον πολιτισμό. Έτσι, νωθρά, αδιάφορα,πέρασαν οι χειμώνες, τα καλοκαίρια, οι έφηβοι ενηλικιώθηκαν, τα παιδιά πήγαν στο «μεγάλο σχολείο».Το κτίριο που κάποτε στέγαζε τη βιβλιοθήκη μετατράπηκε σε κάτι που μοιάζει με αποθήκη πια, οι τοίχοι ξεφλούδισαν, η εγκατάλειψη και η φθορά κατάπιανε κάθε σπιθαμή του χώρου.Κι όμως αυτή η μυρωδιά, που μοιάζει με σκονισμένο θησαυρό μέσα σε παλιό μπαούλο, ξυπνάει βιώματα καλυμμένα με στρώματα σκόνης, αλλά ανέγγιχτα απ’το χρόνο.

Ακόμα και τώρα κάνω φανταστικές περιπλανήσεις στους διαδρόμους της,κοιτώ με περιέργεια τα ράφια της, τα παιχνίδια που βρίσκονται στη θέση τους, τα τραπεζάκια που περιμένουν τα παιδιά και το γραφείο που είναι γεμάτο με στοίβες δανεισμένων βιβλίων,τα οποία λαχταρούν να γυρίσουν πίσω στα ράφια.Και στην είσοδο υπάρχει πάντα εκείνη η κόκκινη βουκαμβίλια που με το παραμικρό φύσημα του αέρα σκορπάει τα λουλούδια της στο δρόμο......

Oh! And twisted thoughts that spin round my head, I’m spinning oh!, I’m spinning, how quick the sun can, drop away…And my bitter hands cradle broken glass... Of what was everything?




3 comments:

Anonymous said...

Πάει μια ώρα από τότε που διάβασα το κείμενο...
Ξεχάστηκα όμως... Αφαιρέθηκα να κοιτώ το πληκτρολόγιο σαστισμένος... Φοβήθηκα με τον εαυτό μου... Φοβήθηκα το πόσο εύκολα λησμονεί τις παιδικές του αναμνήσεις...
Απόψε όμως... Μεταφέρθηκα εκεί... Πάλι... Θυμήθηκα την ξύλινη πόρτα, λίγο πιο κάτω από τον ΑΓΓΕΛΗ, που ποτέ δεν χτυπούσες κουδούνι γιατί όλο και κάποιος θα έβγαινε...και θα σου έδινε την ευκαιρία να τρυπώσεις... έτσι μια μέρα τρύπωσα κι εγώ... Θυμάμαι ακόμη τη Σταθούλα το πόσα πράγματα έκανε για να με πείσει να ξαναπάω... Άπιστος βλέπεις... Από τότε...
Άδικος ο χρόνος... Παρολίγο να ξεχάσω εκείνα τα ξύλινα ράφια... Που από ένα σημείο και μετά, δεν ήθελα βοήθεια. Ήξερα απ' έξω και ανακατωτά όλες τις κατηγορίες, το που βρίσκοταν το κάθε βιβλίο... Θυμήθηκα λοιπόν σήμερα τους "Μυστικούς Επτά". Το πρώτο βιβλίο που διάβασα... Κι ύστερα ήρθαν κι άλλα πολλά... Εκείνες οι καρτελίτσες στο τέλος των βιβλίων- θυμάσαι- γράφουν ακόμα το όνομά μου- και το δικό σου. Που να είναι σήμερα άραγε... τα βιβλία εκείνα? Έχουν τα γράμματά μας ακόμα... Η Σταθούλα μας είχε δώσει ρόλο ενεργό... Δανειζόμαστε μόνοι μας, τα επιστρέφαμε μόνοι μας.. Ήταν δικά μας εκείνα τα δύο δωματιάκια... Τα τραπεζάκια, οι καναπέδες.. Όλα... Θυμήθηκα το μαξιλάρι-φίδι που όλοι μαλώναμε το ποιος θα πρωτοκάτσει... Θυμήθηκα κάτι όμορφα απογεύματα Παρασκευής που μας μάζευε γυρω της η Σταθούλα και μας διάβαζε... Δε θυμάμαι άλλον να έχει καταφέρει ποτε να με κρατήσει τόσες ώρες... να τον ακούω... Και θυμάμαι και εκέινη τη μέρα που μας ανακοινώθηκε ότι η βιβλιοθήκη μας κλείνει.. Όχι δεν έιναι δακρύβρεχτα όλα αυτά... είναι παιδικές αναμνήσεις... Και όπως κάθετι παιδικό είναι όμορφο...
Οφείλω ένα συγνώμη... Συγνώμη από τα παιδιά που στερήθηκαν να ζήσουν όλα εκέινα που εμάς μας έκαναν αυτούς που σήμερα είμαστε... Και το οφείλουν και ΑΛΛΟΙ... Που όπως πάντα συμβαίνει ποτέ δε θα λογοδοτήσουν, ποτέ δε θα καταλάβουν... Για αυτούς ένα ενοίκιο και ένας μισθός η "ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ". Για εμάς... οι μισές και βάλες παιδικές αναμνήσεις και αναζητήσεις...
Βάσια... Θυμάμαι...

Anonymous said...

Και μια μέρα η βιβλιοθήκη έκλεισε..
Δε ρώτησα ποτέ το γιατί. Τι σημασία είχε άλλωστε.. Μου είχαν κλέψει μια για πάντα τις Παρασκευές μου, τα επιτραπέζια παιχνίδια, τα παραμύθια που άκουγα με ανοιχτό στόμα, τα «πέντε λαγωνικά», και κυρίως..εκείνα τα ψηλά ράφια στο πίσω δωμάτιο, με τα τεράστια, ακαταλαβίστικα βιβλία που διάβαζαν οι μεγάλοι και που είχα άχτι κάποια στιγμή να τα ξεφυλλίσω .
Δε νοσταλγώ τα χρόνια που περάσαμε εκεί ,αλλά τα χρόνια της εφηβείας που ήρθαν μετά χωρίς να είμαστε εκεί. Νοσταλγώ τα βιβλία που δε διαβασα,τις καρτέλες που δεν συμπληρωσα, που δεν έγινα ποτέ η «μεγάλη» εκεί μέσα ,που δεν διάβασα τα επόμενα τεύχη από τα Σαινια,όλα αυτά που ΔΕΝ…
…Είναι σαν να έχεις πάρει τη σκάλα και να έχεις ξετρύπωσε το βάζο με το γλυκο. Εχεις βουτήξει τα δάχτυλα μέσα και γλείφεσαι με μανια..χωρις να το καταλάβεις έχεις φάει το μισο,αλλα κάποιος έρχεται και σου τραβά τη σκάλα..
Όχι, σταματαω τους ανόητους συνειρμούς και σκάφτομαι λογικα. Μεγαλωσαμε πια και ο,τι έγινε εγινε.. Εξάλλου για να κλείνει μια βιβλιοθήκη κάποιος σοβαρός λόγος πρέπει να υπάρχει.. Αλλά πες το παιδιάστικο εγωισμό ,πες το λαιμαργία , εγώ θέλω το υπόλοιπο γλυκό μου! κ ένα αντικλείδι να μπω μια στιγμή μέσα να πάρω το κομμάτι του εαυτού μου που έμεινε εκεί κλειδωμενο, μισο και απορημένο.

ΥΓ και επειδή ξέρω ότι κλειδί δεν υπαρχει πια, θα φτιάξω με τους φίλους μου καινούριο..

Anonymous said...

Ως νέος στο χωριό δεν πρόλαβα να δω τη βιβλιοθήκη ούτε να ανοίγει, ούτε να κλείνει. Τη θυμάμαι πάντα ανοιχτή. Το έμαθα ότι έκλεισε όταν ήμουν μακριά…
Δεν ξέρω αν αυτό με ωφέλησε ή με έβλαψε. Σίγουρα με επηρέασε. Απλά δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμη αν τα ευγενικά αυτά συναισθήματα που σας προκλήθηκαν βλέποντάς τη να κλείνει και τα όνειρα που κάνατε για τις στιγμές που δεν προλάβατε να ζήσετε είναι πολυτιμότερος θησαυρός από αυτόν που κουβαλάω εγώ. Πρόλαβα δηλαδή να ζήσω το συναίσθημα του να είσαι ο μεγάλος που έμπαινε μέσα, η Σταθούλα να σε υποδέχεται με μεγάλο χαμόγελο και καμάρι που έβλεπε σε μεγέθυνση έναν από τους παλιούς λιλιπούτιους που «κυνηγούσε» για να κάνουν ησυχία στην ανάγνωση τα μεσημέρια της Παρασκευής, να ψάχνεις σε αυτά τα μεγάλα βιβλία που παλιά θεωρούσες ακαταλαβίστικα, να περνάς ανάμεσα στα τραπεζάκια προσέχοντας μην πατήσεις κάποιον από τους μικρούς που κυνηγιόταν μέσα στη βιβλιοθήκη και ξετρύπωναν κάτω από τα τραπέζια… αλλά να τους καμαρώνεις παράλληλα, σκεφτόμενος ότι τον ίδιο δρόμο ακολουθούν κι άλλοι… ότι η ζωή συνεχίζεται…
Ήδη ένοιωθες ότι υπήρξες σε αυτό το χώρο, αλλά πλέον δε σου ανήκει, ούτε ανήκεις εκεί. Σα να κοιτάς το Δημοτικό Σχολείο και τις χαμηλές του μπασκέτες… να σηκώνεις το χέρι και να τις φτάνεις…
Ωστόσο έζησα την εμπειρία της μετακόμισης. Παλιότερα η βιβλιοθήκη λειτουργούσε στη Λεύκα, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο του Λάκη και του Μέλιου. Αν και η Σταθούλα φρόντισε ο χώρος να παραμείνει οικείος, με όσο το δυνατόν παρόμοια διάταξη του χώρου και μην αλλάζοντας τα διάφορα αντικείμενα, είχαν ήδη αλλάξει πολλά πράγματα. Άλλαξε η διαδρομή, άλλαξε η πόρτα, άλλαξε ακόμη και η Σταθούλα που έβλεπες την αγωνία της να μας εγκληματήσει γρήγορα στον καινούριο χώρο…
Οι αναμνήσεις όμως δεν μετακομίζουν. Απλά συνεχίζουν. Κι αυτές οι πρώτες αναμνήσεις, οι πολύ παιδικές, οι πολύ γλυκές, δεν σκεπάζονται εύκολα από τις πιο πρόσφατες. Να νοιώθετε τυχεροί που έχετε αυτή την ανάμνηση. Γιατί είμαστε αυτό που θυμόμαστε…